κλαγερός

κλαγερός
κλαγερός, -ά, -όν (Α)
(για τον γερανό) αυτός που κρώζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλάγ- τού κλάζω «κρώζω», πρβλ. αόρ. β' -κλαγ-ον + κατάλ. -ερός (πρβλ. τακ-ερός σφαλ-ερός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλαγερῶν — κλαγερός screaming fem gen pl κλαγερός screaming masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαγκτός — κλαγκτός, ή, όν (Α) [κλάζω] κλαγερός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”